-
1 διοδος
ἥ1) проход, проезд, переезд(τὰς διόδους φυλάσσειν Her.; ἄπειρος τῶν διόδων Thuc.; τὰς διόδους διαθρῆσαι Arph.)
τῶν οὐρανίων ἄστρων δίοδοι Aesch. — орбиты небесных тел2) прохождение, проникание(διὰ τῶν πόρων Arst.)
3) анат. проток, канал(ἥ οὐρήθρα δ. τῷ τοῦ ἄρρενος σπέρματι Arst.)
4) право прохода, пропуск(δίοδον αἰτεῖσθαι Arph. и αἰτεῖν Aeschin.; δῶρα τῆς διόδου Plut.)
-
2 ξυνεκπιπτω
1) вместе выпадать, падать вниз(διὰ τῶν πόρων Plut.)
ἀστραπαὴ συνεξέπιπτον Plut. — сверкали молнии2) ( о жребии) одновременно выпадать3) отпадать, отрываться(ἐκ τῶν ῥιζῶν Plat.)
4) одновременно терпеть провал Luc.5) вместе появляться, одновременно возникать6) совпадать, сходиться, соглашатьсяοἱ πολλοὴ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες Her. — большинство высказалось за выбор Фемистокла7) вместе устремляться, прорываться, врываться8) вместе быть в изгнании(τινί Plut.)
9) вместе пропадать, исчезать(τινί Plut., Luc.)
-
3 συνεκπιπτω
1) вместе выпадать, падать вниз(διὰ τῶν πόρων Plut.)
ἀστραπαὴ συνεξέπιπτον Plut. — сверкали молнии2) ( о жребии) одновременно выпадать3) отпадать, отрываться(ἐκ τῶν ῥιζῶν Plat.)
4) одновременно терпеть провал Luc.5) вместе появляться, одновременно возникать6) совпадать, сходиться, соглашатьсяοἱ πολλοὴ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες Her. — большинство высказалось за выбор Фемистокла7) вместе устремляться, прорываться, врываться8) вместе быть в изгнании(τινί Plut.)
9) вместе пропадать, исчезать(τινί Plut., Luc.)
-
4 διαπιδυω
-
5 εγκαταβυσσοομαι
-
6 εισδυνω
ион. и староатт. ἐσδύνω (ῡ) проникать(ἐς τὸν θησαυρὸν τοῦ βασιλῆος Her.; εἰς τέν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς Dem.; διὰ τῶν πόρων Arst.)
οἷον εἰσέδυ μ΄ οἴστρημα! Soph. — какая боль пронзила меня!;δεινόν τι εἰσέδυνε σφίσι Her. — какой-то страх объял их;τεύχεα εἰ. Hom. - in tmesi — надевать доспехи
См. также в других словарях:
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πιεζοδιαπίδυση — η, Ν (χημ. τεχνολ.) τεχνική αφαλάτωσης τού νερού, κατά την οποία η διέλευση τών ιόντων διά μέσου τών πόρων ενός διαφράγματος εξαναγκάζεται με άσκηση πίεσης, και που είναι ανάλογη με την τεχνική τής αντίστροφης ώσμωσης, κατά την οποία με επιβολή… … Dictionary of Greek
ώσμωση — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν, με τη βοήθεια μιας ειδικής μεμβράνης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από ένα πυκνότερο. Το φαινόμενο συνίσταται στη διέλευση του διαλύτη από τη μεμβράνη κατά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… … Dictionary of Greek
κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… … Dictionary of Greek
μετασύγκριση — η (Α μετασύγκρισις) [μετασυγκρίνω] νεοελλ. θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση τού ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή τής δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση τού… … Dictionary of Greek
μετασυγκρίνω — (Α) (ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής) μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek